Ἰεζάβελ

Ἰεζάβελ
Ἰεζάβελ, ἡ (also Ἰεζαβήλ) indecl. (אִיזֶבֶל; 3 Km 16:31 al.—In Joseph. Ἰεζαβέλη, ης [Ant. 8, 356]) Jezebel, Ahab’s queen, who favored the cult of the Phoenician Baal in Israel and persecuted the prophets of Yahweh (3 Km 16–4 Km 9), and who was also addicted to whoredom and magic (4 Km 9:22). Hence the name was applied to a woman who endangered orthodox teaching within the Christian community at Thyatira Rv 2:20. ESchürer (Weizsäcker Festschr. 1892, 39–58) considers that the name refers to a prophetess of the temple of the Chaldaean Sibyl in that city. Zahn, in Einl.3 II 620ff and in his comm., prefers the rdg. γυναῖκά σου and takes it to mean the bishop’s wife.—S. Kraft, Hdb. ’74 ad loc.; on alleged assoc. of J. w. witchcraft, s. PDuff, NTS 43, ’97, 116–33; Mussies 889–92; DDD s.v. Jezebel.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιεζάβελ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά των Ισραηλιτών Αχαάβ και κόρη του βασιλιά της Τύρου και της Σιδώνας Ισοβάαλ Α’. Διατήρησε τη λατρεία της Αστάρτης. Έπεσε θύμα δολοφονίας, λόγω της ακόλαστης ζωής της …   Dictionary of Greek

  • ИЕЗАВЕЛЬ — [евр. , греч. ᾿Ιεζάβελ] (IX в. до Р. Х.), дочь сидонского царя Ефваала (Итобаала), жена и соправительница израильского царя Ахава, мать царей Охозии и Иорама. Имя Иезавель происходит, вероятно, от корня «возвышать, почитать», который вместе с… …   Православная энциклопедия

  • ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Αθαλία — I (9oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Ιουδαίας (841 835 π.Χ.), κόρη του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ και της Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά των Ιουδαίων Ιωράμ, γνωστή και ως Γοθολία. Γυναίκα ανήθικη και φιλόδοξη, μετά τον θάνατο του γιου της Οχοζία εξόντωσε… …   Dictionary of Greek

  • Αχαάβ — (9ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς του Ισραήλ, και γιος και διάδοχος του Αμβρί (870 851 π.Χ.). Πήρε για γυναίκα του την Ιεζάβελ, που ήταν κόρη του βασιλιά της Τύρου, και επέβαλε την ειδωλολατρική θρησκεία στους κατοίκους της χώρας του, καταδιώκοντας όσους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”